ΚΕΤΟΓΟΝΙΚΗ ΔΙΑΙΤΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΚΗ ΕΠΙΛΗΨΙΑ: ΟΤΑΝ Η ΔΙΑΤΡΟΦΗ «ΜΕΤΑΛΛΑΣΣΕΤΑΙ» ΣΕ ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Από το 1921 έως σήμερα, περισσότερες από 200 τεκμηριωμένες μελέτες έχουν διεξαχθεί, προκειμένου να αναδείξουν τα πιθανά οφέλη της κετογονικής δίαιτας σε καταστάσεις επιληψίας, σε παιδιά που δεν ανταποκρίνονται ακόμα και σε συνδυαστική φαρμακευτική αγωγή.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της δίαιτας είναι η αναλογία λίπους προς πρωτεΐνη και υδατάνθρακα και η οποία κυμαίνεται από 2:1 έως 4:1.

Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι για κάθε γραμμάριο υδατάνθρακα και πρωτεΐνης μαζί, πρέπει να δίνονται 2 ή 3 ή 4 γραμμάρια λίπους, ανάλογα με την αναλογία που θέλει ο ειδικός να επιτύχει (2:1, 3:1 ή 4:1 αντίστοιχα).

Συνηθισμένη «φόρμουλα» έναρξης για τα μικρά παιδιά, που έχουν αυξημένες πρωτεϊνικές απαιτήσεις, είναι συνήθως η αναλογία 3:1, με βλέψεις για μετέπειτα εφαρμογή δίαιτας με αναλογία 4:1.

Τα γεύματα δίνονται σε 3 δόσεις ημερησίως, ενώ ο ακριβής προσδιορισμός τόσο των θερμιδογόνων συστατικών (υδατάνθρακες, πρωτεΐνες, λιπαρά), όσο και των μη θερμιδογόνων (βιταμίνες, μέταλλα, ιχνοστοιχεία), εξαρτάται από το φύλο και την ηλικία του παιδιού και αποτελεί δύσκολο έργο για τον κλινικό διαιτολόγο, που καλείται να συντάξει ένα πρόγραμμα διατροφής, με συνδυασμούς συχνά «παράδοξους» ως προς τις διαμορφωμένες ή μη, γευστικές συνήθειες του παιδιού.

Διάφορα σχήματα κετογονικής δίαιτας έχουν κατά καιρούς προταθεί, σε μια προσπάθεια ανεύρεσης του αποδοτικότερου και πιο εύκολα εφαρμόσιμου μοντέλου. Από τα πιο γνωστά είναι του John Hopkins Hospital, η δίαιτα John Radcliffe και η δίαιτα Great Ormond Street.

Η έναρξη, όπως και η διακοπή (σε περιπτώσεις στις οποίες δεν παρατηρείται αξιόλογη βελτίωση των κρίσεων) της κετογονικής δίαιτας, πρέπει να γίνεται σταδιακά ακολουθώντας συγκεκριμένο πρωτόκολλο. Η μακρόχρονη εφαρμογή κετογονικής δίαιτας στην επιληψία, απαιτεί την άρτια εκπαίδευση του ασθενούς ή/και του οικογενειακού του περιβάλλοντος και βέβαια τη συνεχή εκτίμηση, από μέρους του ιατρού και του κλινικού διαιτολόγου, συγκεκριμένων βιοχημικών εξετάσεων και μετρήσεων των επιπέδων των κετονών στο αίμα και τα ούρα, ώστε να μειωθεί το ενδεχόμενο για εμφάνιση παρενεργειών.

Ανάμεσα στις συνηθέστερες παρενέργειες της μακράς εφαρμογής κετογονικής δίαιτας (που όμως με τους κατάλληλους χειρισμούς μπορεί σε σημαντικό βαθμό να αποφθεχθούν) είναι η οξέωση, η ναυτία, η απώλεια βάρους, η υπερλιπιδαιμία και οι γαστρεντερικές διαταραχές.

Σε αρκετές περιπτώσεις παράλληλα με την εφαρμογή κετογονικής δίαιτας, προτείνεται και η λήψη ειδικών συμπληρωμάτων διατροφής (π.χ. καρνιτίνη, αμινοξέα διακλαδιζόμενης αλυσίδας, κ.λ.π.) που εξυπηρετούν την αποτελεσματικότητα της δίαιτας ή την μείωση συγκεκριμένων παρενεργειών.

Ο ακριβής μηχανισμός δράσης της κετογονικής δίαιτας στη μείωση των κρίσεων επιληψίας δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί, παραταύτα τα κετονικά σώματα τα οποία δημιουργούνται στο ήπαρ, φαίνεται να αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της αποτελεσματικότητας της δίαιτας.

Επιστημονικές μελέτες, αποδεικνύουν τη σαφή ευεργετική επίδραση της κετογονικής δίαιτας στη συχνότητα και την ένταση των επιληπτικών κρίσεων σε παιδιά, τονίζεται όμως πως αυτή πρέπει να εφαρμόζεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και πάντα υπό την καθοδήγηση εκπαιδευμένου κλινικού διαιτολόγου και παιδονευρολόγου, οι οποίοι και θα ενημερώσουν το οικογενειακό περιβάλλον ότι η εν λόγω δίαιτα κατέχει δράση φαρμακευτικής αγωγής και όχι διατροφικού προγράμματος, όπως πιθανόν κάποιοι να αντιλαμβάνονται.